στροφουργία

στροφουργία
ἡ, Μ
δολοπλοκία, πλεκτάνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρόφος ή στροφή + -ουργία (< -ουργός < ἔργον*), πρβλ. μηχαν-ουργία (για τη σημ. πρβλ. και στρόφις)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”